εκδικούμαι

εκδικούμαι
εκδικούμαι, εκδικήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. εκδικιέμαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκδικούμαι — και εκδικιέμαι εκδικήθηκα, μτβ. και αμτβ., ανταποδίνω αδικία ή προσβολή που μου έγινε, παίρνω εκδίκηση, γδικιέμαι: Εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

  • εκδίκηση — και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις) 1. η ανταπόδοση τού κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του 2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν τής Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῡ») νεοελλ. φρ. «παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που …   Dictionary of Greek

  • ξεδικιούμαι — και ξεδικιώνουμαι και ξεδικιέμαι εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκδικούμαι (βλ. και λ. ξ(ε) )] …   Dictionary of Greek

  • παραγδικιώνω — τιμωρώ πολύ σκληρά κάποιον που με προσέβαλε ή μέ αδίκησε, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γδικιώνω «εκδικούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προτιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῑν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.) 2. μέσ. προτιμωροῡμαι, έομαι εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… …   Dictionary of Greek

  • άτιτος — ἄτιτος, ον (Α) 1. αυτός που παραμένει ανεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”